- ὑπεκσῴζοιεν
- ὑπεκσῴζωsave by drawing away frompres opt act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπεκσώζοιεν — ὑπεκσῴζω save by drawing away from pres opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεκσώζω — Α σώζω κάποιον αποσύροντάς τον μακριά από κάτι («φίλους δ ὑπεκσῴζοιεν ἐναλίων πόρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκσῴζω «διασώζω, διατηρώ σε ασφάλεια κάποιον ή κάτι»] … Dictionary of Greek